Βρεφονηπιακός Ζωφριάς

 

 

 

Το παιδί που μεγαλώνει σε ένα σταθερό περιβάλλον, με ξεκάθαρα και σαφή όρια στη συμπεριφορά του έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να έχει καλή σχολική επίδοση, υψηλές κοινωνικές δεξιότητες, να είναι υπεύθυνο και να επιλύει προβλήματα, να μπορεί να διεκδικεί τα δικαιώματά του και να προστατεύει τον εαυτό του, να ξέρει τι νιώθει και τι θέλει και να μπορεί να το εκφράσει.

 

Ένα παιδί χωρίς όρια μπερδεύεται, αποσυντονίζεται, νιώθει φόβο και ανασφάλεια. Τα πολύ αυστηρά όρια, από την άλλη πλευρά, το εμποδίζουν να εκφράσει τα συναισθήματά του και να αναπτυχθεί ψυχικά. Η οριοθέτηση παρέχει στο παιδί ένα ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσει να αναπτύξει το δυναμικό του. Νιώθει ότι ο κόσμος του είναι στέρεος και ασφαλής. Όταν δεν υπάρχουν όρια η πραγματικότητα μπορεί να είναι χαοτική για το παιδί, γιατί από μόνο του όσο είναι μικρό δεν μπορεί να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του. Η αυτορύθμιση κατακτάται καθώς το παιδί μεγαλώνει και εσωτερικεύει τους γονεϊκούς και κοινωνικούς κανόνες. Επομένως, η ύπαρξη ορίων και κανόνων βοηθά το παιδί να δομήσει την προσωπικότητά του και να γίνει μεγαλώνοντας ένα υπεύθυνο και αυτόνομο άτομο.

 

Το παιδί αναπτύσσεται ψυχικά μέσα από τη ματαίωση. Σταδιακά μαθαίνει ότι δεν μπορεί να έχει τα πάντα και πως η συμπεριφορά του έχει συνέπειες για το ίδιο και τους άλλους. Τα όρια που τίθενται από τους γονείς αποτελούν το πρώτο βήμα, ώστε το παιδί να μπορέσει μεγαλώνοντας να αναπτύξει και εσωτερικά όρια, να είναι δηλαδη σε θέση να ελέγχει τον εαυτό του και τις παρορμήσεις του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του. Κατά συνέπεια, η οριοθέτηση συνιστά βασική φροντίδα προς το παιδί όταν εφαρμόζεται με σεβασμό στην προσωπικότητα και τις ανάγκες του και όχι τιμωρητικά. Ιδιαίτερη σημασία λοιπόν έχει ο τρόπος, το πώς οριοθετούμε ένα παιδί.

 

Ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλονται τα όρια πολλές φορές γίνεται με έναν τρόπο που φαίνεται ως τιμωρία, με εντάσεις και αυστηρούς περιορισμούς. Η έννοια του ορίου δε πρέπει να συγχέεται με την αυστηρή πειθαρχία, την τιμωρία και την αποθάρρυνση. Έτσι τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα όρια ως άσκηση εξουσίας του γονέα και αισθάνονται ότι έχουν κάνει κάτι κακό. Με την τιμωρία το παιδί συμμορφώνεται λόγω του φόβου κι όχι επειδή καταλαβαίνει τι έκανε λάθος. Ο τελικός στόχος των ορίων δεν αφορά στη πειθαρχία προς τον γονιό αλλά σε αυτά που το παιδί έχει να μάθει για το πώς χρειάζεται να συμπεριφέρεται και να εκφράζει κατάλληλα τα συναισθήματά του.

 

Δε χρειάζεται να τιμωρούμε ούτε να δωροδοκούμε. Απλά να είμαστε σταθεροί σε αυτά που λέμε και να καθοδηγούμε τα παιδιά στην επιθυμητή συμπεριφορά. Με την τιμωρία και την δωροδοκία δίνεται το μήνυμα στα παιδιά ότι οι γονείς είναι υπεύθυνοι για τη συμπεριφορά τους, τα παιδιά εμποδίζονται από το να λαμβάνουν δικές τους αποφάσεις, μαθαίνουν ότι θα πρέπει να έχουν σωστή συμπεριφορά μόνο μπροστά στους γονείς για να αποφύγουν την τιμωρία και προκαλούνται πιο έντονες αντιδράσεις. Η τιμωρία δημιουργεί φόβο και το παιδί μαθαίνει να συμμορφώνεται μόνο όταν υπάρχει ο φόβος. Έτσι θα χρειάζεται πάντα κάποιον εξωτερικό παράγοντα που θα τον αναγκάζει να υπακούει σε κανόνες. Αυτό όμως που χρειάζεται να γίνει είναι να καταφέρει το παιδί να ακολουθεί τους κανόνες επειδή θα γνωρίζει τι έκανε λάθος και θα καταλαβαίνει τη λογική που διέπει αυτούς τους κανόνες.

 

Μπορούμε να του εξηγούμε τις συνέπειες που ακολουθούν μία συγκεκριμένη συμπεριφορά. Η συνέπεια θα πρέπει να είναι αντίστοιχη της πράξης και να έρχεται αμέσως μετά από αυτή. Μια συνέπεια που έρχεται με χρονική καθυστέρηση ή που το περιεχόμενό της είναι άσχετο με τον λόγο για τον οποίο επιβάλλεται μπερδεύει και θυμώνει, δε διαπαιδαγωγεί. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί δε θέλει να βάλει τα παπούτσια του για να πάει στη παιδική χαρά κι εμείς του πούμε ότι δε θα φάει ξανά σοκολάτα, είναι κάτι που δεν ταιριάζει με το γεγονός και που δεν είναι ρεαλιστικό. Άρα δε θα μπορούμε να το τηρήσουμε. Η συνέπεια εδώ θα ήταν να του πούμε ότι προκειμένου να πάμε στη παιδική χαρά πρέπει να τα φορέσει αλλιώς δε θα μπορέσουμε να πάμε, και να είναι κάτι που θα το τηρήσουμε. Με τις συνέπειες το παιδί μπορεί να επιλέξει και να αποφασίσει πώς θα συμπεριφερθεί και αναλόγως να βιώσει τις συνέπειες των πράξεών του. Εάν το παιδί ζωγραφίσει τον τοίχο του σπιτιού μπορούμε να του εξηγήσουμε ότι ζωγραφίζουμε στο χαρτί και όχι στον τοίχο και να του πούμε να καθαρίσει τον τοίχο μαζί με λίγη βοήθεια και από εμάς εφόσον αναφερόμαστε σε μικρό παιδί.

 

Η επαφή με το παιδί είναι πολύ σημαντική κατά την οριοθέτηση. Χρειάζεται να είμαστε σοβαροί, σταθεροί, όσο το δυνατόν πιο ήρεμοι, να δίνουμε χώρο και χρόνο στην οριοθέτηση και να κοιτάμε το παιδί στα μάτια. Μιλάμε με λόγια απλά, σαφή, κατανοητά και λίγα. Η έκφραση και η στάση του σώματός μας να είναι σε συμφωνία με τα όσα λέμε. Για παράδειγμα, αν προσπαθήσουμε να οριοθετήσουμε ένα παιδί που εκφενδονίζει τα παιχνίδια του δεξιά και αριστερά, κάνοντας παράλληλα και άλλες δουλειές, δε θα έχουμε αποτέλεσμα.

 

Το παιδί κατανοεί ότι οι ενήλικες περιμένουν πράγματα από το ίδιο, ότι υπάρχουν κανόνες για όλους ώστε να επιτυγχάνεται η συνύπαρξη των ανθρώπων. 'Οσο περισσότερο οι γονείς αντέξουν να λένε τα απαραίτητα και αιτιολογημένα «όχι» χωρίς να υποχωρούν με την παραμικρή πίεση από την πλευρά του παιδιού, τόσο περισσότερο θα δίνουν ευκαιρίες στο παιδί τους για να ωριμάσει. Θα το βοηθούν να γίνει πιο ανθεκτικό στις όποιες αντιξοότητες συναντήσει στη ζωή του, να αναπτύξει δημιουργικούς τρόπους να ξεπερνά τα εμπόδια και να μην τα παρατά όταν τα πράγματα δεν θα γίνονται όπως ακριβώς το ίδιο θα ήθελε.

 

Συχνά οι γονείς συγχέουν τα όρια με την αγάπη, φοβούμενοι ότι τα παιδιά τους θα εκλάβουν την άρνησή τους ως μη ανταπόκριση προς τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Άλλοι πάλι, ταυτιζόμενοι συχνά με δικά τους παιδικά κατάλοιπα, εξισώνουν κάθε «όχι» με το αίσθημα καταπίεσης που πιθανά οι ίδιοι να αισθάνονταν όταν ήταν παιδιά. Υπάρχουν, επίσης, γονείς που νιώθουν ενοχές όταν αρνούνται κάτι στο παιδί τους λόγω κάποιας περίπλοκης κατάστασης που μπορεί να βιώνει η οικογένεια (διαζύγιο, χρόνια ασθένεια, απουσία από το σπίτι λόγω εργασίας) και προσπαθούν να «διορθώσουν» την κατάσταση υποχωρώντας. Επιπρόσθετα, κάποιοι γονείς δυσκολεύονται να μείνουν σταθεροί στα όρια που έχουν βάλει λόγω της κούρασης και της μεταξύ τους ασυνεννοησίας ως προς το τι θα επιτρέπουν στο παιδί. Το προσωπικό μας παράδειγμα αποτελεί μοντέλο προς μίμηση. Πώς αντιδρούμε εμείς όταν είμαστε αγχωμένοι, θυμωμένοι, απογοητευμένοι, όταν δε γίνεται το δικό μας; Πώς επιλύουμε τις διαφωνίες με τον σύντροφό μας;

 

Ας έχουμε στο μυαλό μας ότι σε στιγμές μεγάλης έντασης δεν είναι η στιγμή για να βάλουμε όρια αλλά αφήνουμε χρόνο να ηρεμήσουμε και εμείς και το παιδί και στη συνέχεια συζητάμε μαζί του. Σε μια ηλικία που τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού είναι ακόμη δυσδιάκριτα, οι απειλές και οι εκφοβισμοί μπορεί να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα και να οδηγήσουν στην εδραίωση άγχους και φοβιών.

 

Ας σκεφτούμε τα όρια όχι σαν τιμωρία αλλά σαν έναν “φράχτη” που προστατεύει τα παιδιά στην αυλή. Όταν δεν υπάρχει, τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε διάφορους κινδύνους γιατί δεν θα ξέρουν μέχρι που μπορούν να κινηθούν. Όταν ο φράχτης είναι πολύ μικρός, τα παιδιά περιορίζονται και ασφυκτιούν. Όταν όμως ο φράχτης αφήνει χώρο στα παιδιά να παίξουν και να κινηθούν ελεύθερα όσο πρέπει, τότε τα παιδιά είναι ασφαλή και χαρούμενα. Βάζουμε όρια για να ξέρουν τα παιδιά μέχρι που επιτρέπεται να φτάσουν, ώστε να μην περιορίζονται αλλά και να μην βρίσκονται σε συνεχή ένταση και άγχος χωρίς αυτά.

 

 

Η Ψυχολόγος των Βρεφικών / Παιδικών Σταθμών

Γεωργία Παππά

Search